Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το μέλλον

  • 1 μέλλον

    [мэллон] ουσ. о. будущее.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μέλλον

  • 2 будущее

    будущее с το μέλλον в \будущеем στο μέλλον
    * * *
    с
    το μέλλον

    в бу́дущем — στο μέλλον

    Русско-греческий словарь > будущее

  • 3 будущий

    επ.
    1. μελλοντικός, μέλλων, προσεχής•

    -ее поколение η μελλοντική γενιά.

    2. ως ουσ. ουδ. -ее το μέλλον•

    лучшее -ее το καλύτερο μέλλον•

    -ее покажет το μέλλον θα δείξει.

    3. επόμενος•

    будущий год ο ερχόμενος χρόνος.

    εκφρ.
    - ее время – (γραμμ.) ο μέλλοντας χρόνος•
    в -ем – στο μέλλον.

    Большой русско-греческий словарь > будущий

  • 4 будущность

    θ.
    1. το μέλλον•

    будущность сельского хозяйства το μέλλον της αγροτικής οικονομίας.

    2. τύχη, μοίρα•

    ему пророчили блестящую будущность του προφήτεψαν λαμπρό μέλλον.

    Большой русско-греческий словарь > будущность

  • 5 дальнейший

    дальнейший επόμενος, επακόλουθος, κατοπινός \дальнейшийее развитие η παραπέρα ανάπτυξη в \дальнейшийем στο μέλλον (в будущем)
    * * *
    επόμενος, επακόλουθος, κατοπινός

    дальне́йшее разви́тие — η παραπέρα ανάπτυξη

    в дальне́йшем — στο μέλλον ( в будущем)

    Русско-греческий словарь > дальнейший

  • 6 будущее

    бу́дущ||ее
    с τό μέλλον:
    в \будущееем στό μέλλον.

    Русско-новогреческий словарь > будущее

  • 7 недалекий

    недалек||ий
    прил
    1. (о расстоянии) μή μακρυνός, κοντινός:
    \недалекий путь ὁ κοντινός δρόμος·
    2. (о времени) ἐγγύς, σύντομος, κοντινός:
    в \недалекийом будущем στό ἐγγύς μέλλον, στό κοντινό μέλλον в \недалекийом прошлом στό πρόσφατο παρελθόν, πρό ὁλίγου καιρού·
    3. (о человеке) περιορισμένος, στενοκέφαλος, ὀλιγόμυαλος.

    Русско-новогреческий словарь > недалекий

  • 8 многообещающий

    επ. ο πολλά υποσχόμενος, με μέλλον, φερελπις, ελπιδοφόρος•

    молодой, но многообещающий хирург νέος, όμως χειρουργός με μέλλον•

    многообещающий взгляд βλέμμα ευνοϊκό.

    Большой русско-греческий словарь > многообещающий

  • 9 бесперспективный

    бесперспективный
    прил χωρίς προοπτική, χωρίς μέλλον.

    Русско-новогреческий словарь > бесперспективный

  • 10 ближайший

    ближайш||ий
    (превосх. ст. от близкий)
    1. (по месту) κοντινότερος, πλησιέστερος, ἐγγύτατος/ γειτονικός (соседний);
    2. (по времени) προσεχής, ἐπικείμενος:
    в \ближайшийем бу́дущем είς τό ἐγγύς μέλλον, ἐντός ὁλίγου, πολύ σύντομα;
    3. (непосредственный) ἄμεσος:
    \ближайший начальник ὁ ἄμεσος προϊστάμενος; \ближайшийая задача τό ἀμεσο καθήκον при \ближайшийем участии μέ τήν προσωπική συμμετοχή; при \ближайшийем рассмотрении ὑστερα ἀπό προσεχτική ἐξέταση;
    4. (о родне, друзьях) στενός:
    \ближайшийие родственники ὁΐ στενοί συγγενείς.

    Русско-новогреческий словарь > ближайший

  • 11 будущность

    бу́дущ||ность
    ж τό μέλλον.

    Русско-новогреческий словарь > будущность

  • 12 вера

    вер||а
    ж
    1. (уверенность) ἡ πίστη [-ις], ἡ πεποίθηση [-ις]:
    \вера в будущее πίστη στό μέλλον
    2. (доверие) ἡ πίστη [-ις],ή ἐμπιστοσύνη:
    слепая \вера ἡ τυφλή ἐμπιστοσύνη· принять на \верау πιστεύω, δίνω πίστη·
    3. (религиозная) ἡ θρησκεία, τό θρήσκευμα, ἡ πίστη [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > вера

  • 13 вид

    вид I
    м
    1. (внешность) ἡ δψη [-ις], ἡ ἐμφάνιση, τό ἐξωτερικό[ν]/ τό ὕφος, ἡ ἐκφραση (выражение лица):
    общий \вид ἡ γενική ἄποψη, ἡ γενική θέα· здоровый \вид ὑγιής στήν δψη, πού φαίνεται ὑγιής· независимый (серьезный) \вид τό ἀνεξάρτητο (σοβαρό) ὑφος· иметь хороший \вид (о человеке) δείχνω (или φαίνομαι) καλά· у него́ веселый \вид ἐχει χαιρούμενη δψη· иметь жалкий \вид ἔχω ἀξιολύπητο ὕφος· на \вид, по \виду, с \виду φαίνεται, ἐξ ὀψεως· ему на \вид двадцать лет φαίνεται σάν είκοσι χρονών
    2. (состояние) ἡ κατάσταση; в нетрезвом \виде μεθυσμένος, πιωμένος, σέ κατάσταση μέθης·
    3. (зрелище, картина) ἡ ἄποψη, ἡ θέα, τό τοπεῖο[ν]:
    из окна открывался чудесный \вид» ἀπό τό παράθυρο φαίνονταν ὑπέροχη θέα· \виды Кавказа τά τοπία του Καυκάσου·
    4. \виды мн. (предположения, намерения) οἱ βλέψεις, οἱ προβλεψεις, οἱ προθέσεις:
    \виды на урожай οἱ προβλέψεις γιά τή σοδειά· \виды на будущее οἱ βλεψεις γιά τό μέλλον иметь \виды на кого-л., на что-л. ἔχω βλέψεις πάνω σέ κάποιον, ἐποφθαλμιώ κάτι· ◊ делать \вид καμώνομαι δτι..., προσποιοῦμαι, κάνω πώς...· не показать \виду δέν δείχνω δτι, δέν ἐκδηλώνομαι· иметь в \виду ἔχω ὑπ'δψη· для \вида γιά τά μάτια (τοῦ κόσμου), γιά τόν τύπο· под \видом μέ τήν πρόφαση, ὑπό τό πρόσχημα· ни под каким \видом ἐπ'ούδενί λόγω, μέ κανένα τρόπο, σέ καμμιά περίπτωση· поставить кому-л. на \вид κάνω παρατήρηση, κατακρίνω· он видал \виды είδε πολλά στή ζωή του· исчезнуть из \виду ἐξαφανίζομαι· терять из \виду χάνω ἀπ° τά μάτια μου, χάνω τά ίχνη· быть на \виду́ εἶμαι ἐκτεθειμένος, φαίνομαι· при \виде кого-л., чего-л. μόλις είδα (κάποιον, κάτι)· в \виде чего-л. μέ τή μορφή· в \виде эксперимента γιά πειραματισμό· в \виде доказательства σάν (или γιά) ἀπόδειξη.
    вид II
    м
    1. филос, биол. τό είδος·
    2. грам. ἡ μορφή:
    \виды глаголов οἱ μορφές των ρημάτων совершенный \вид ἡ τετελεσμένη μορφή· несовершенный \вид ἡ μή τετελεσμένη μορφή.

    Русско-новогреческий словарь > вид

  • 14 вперед

    вперед
    нареч
    1. ἐμπρός, πρόσω, προς τά ἐμπρός:
    идти \вперед πηγαίνω ἐμπρός, προχωρώ·
    2. (впредь) разг στό ἐξής, στό μέλλον, ἀπό τώρα καί μπρος:
    \вперед будь осторожнее στό ἐξής νά είσαι πιό προσεκτικός·
    3. (прежде, заранее) разг μπροστά, πρώτα:
    брать плату \вперед παίρνω τήν πληρωμή μπροστά· ◊ часы иду́т \вперед τό ρολόϊ πάει μπροστά.

    Русско-новогреческий словарь > вперед

  • 15 впереди

    впереди
    1. нареч μπροστά, ἐμπρός, ἐμπροσθεν:
    стать \впереди στέκομαι ἐπί κεφαλής (или μπροστά)· идти \впереди πηγαίνω ἐμπρός, προηγούμαι·
    2. нареч (в будущем) είς τό μέλλον, εἰς τό ἐξής·
    3. предлог πρίν, πρό, μπροστά:
    \впереди всех πρίν ἀπ' ὀλους.

    Русско-новогреческий словарь > впереди

  • 16 впредь

    впредь
    нареч στό μέλλον, στό ἐξής, ἀπό τώρα καί στό ἐξής, ἀπό τούδε καί εἰς τό ἐξης, τοῦ λοιπού:
    \впредь до... ἐως δτου...

    Русско-новогреческий словарь > впредь

  • 17 далекий

    далек||ий
    прил
    1. μακρινός, μακρυνός/ παλιός, παλαιός, ἀπώτερος (о времени):
    \далекийое прошлое τό μακρινό παρελθόν \далекийое будущее τό ἀπώτερο μέλλον \далекийая старина τά πανάρχαια χρόνια·
    2. перен (чуждый) ξένος, ἄσχετος:
    они́ далеки́ от наших интересов εἶναι ξένοι πρός τά συμφέροντα μας· мы \далекийие друг дру́гу люди ἐμεΐς είμαστε διαφορετικοί ἀνθρωποι, ἄσχετοι ὁ ἕνας προς τόν ἀλλον вы далеки́ от истины είσθε μακρυά ἀπό τήν ἀλήθεια· ◊ он не очень \далекий человек ἄνθρωπος περιορισμένης ἀντίληψης.

    Русско-новогреческий словарь > далекий

  • 18 далеко

    далеко́
    нареч μακριά, μακρυά, μακράν:
    \далеко от города μακρυά ἀπ' τήν πόλη· зайти ·\далеко в лес προχωρώ βαθειά στό δάσος· ◊ \далеко за полночь ἀργά μετά τά μεσάνυχτα· \далеко не сразу πολύ ἀργά, ὄχι ἀμέσως· выходить \далеко за пределы βγαίνω πολύ ἐξω ἀπό τά ὀρια, ξεπερνάω πολύ τά δριά она \далеко не красавица ἀπέχει πολύ ἀπό τό νά εἶναι καλλονή· он \далеко пойдет θά ἔχει μέλλον, θά προοδέψει· \далеко зайти в чем-л. τό παρακάνω· тебе до него́ \далеко δέν φτάνεις ὁὔτε τό νυχάκι του.

    Русско-новогреческий словарь > далеко

  • 19 дальнейший

    дальнейш||ий
    прил (последующий) ὁ ἐπόμενος, ὁ παρακάτω, ὁ παραπέρα, ἀκόλουθος, ἀπώτερος:
    в \дальнейшийем (в будущем) στό ἐξής, είς τό μέλλον до получения \дальнейшийих указаний μέχρι λήψεως νεωτέρων ὁδηγιών.

    Русско-новогреческий словарь > дальнейший

  • 20 завтрашний

    завтрашн||ий
    при л. ὁ αὐριανός:
    \завтрашний день а) ἡ αὐριανή (ή)μέρα, б) (будущее) τό μέλλον' с \завтрашнийего дня ἀπό ἀΰριο.

    Русско-новогреческий словарь > завтрашний

См. также в других словарях:

  • μέλλον — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική εφημερίδα της Ζακύνθου. Εκδιδόταν την περίοδο 1849 51. 2. Πολιτική εφημερίδα της Αθήνας. Εκδιδόταν την περίοδο 1863 77. 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1898 από τον Δημ. Σφαέλο στη… …   Dictionary of Greek

  • μέλλον — το οντος 1. ο χρόνος που ακολουθεί το παρόν: Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον. 2. η μεταγενέστερη εξέλιξη ενός πράγματος: Το μέλλον του διαγράφεται λαμπρό. 3. φρ., «νέος με μέλλον», με προοπτικές επιτυχίας στη σταδιοδρομία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέλλον — μέλλω to be destined pres part act masc voc sg μέλλω to be destined pres part act neut nom/voc/acc sg μέλλω to be destined imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μέλλω to be destined imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • αύριο — (AM αὔριον) επίρρ. Ι. 1. την αμέσως επόμενη μέρα 2. πολύ σύντομα, στο εγγύς μέλλον (πρβλ. α) «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῑα» όταν επιδιώκεται η αναβολή μιας σπουδαίας συζήτησης β) «τάχ αὔριον ἔσσετ ἄμεινον» το μέλλον θα είναι καλύτερο γ) «σήμερ αύριο»… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • θα — (μόριο) 1. δηλώνει κάτι που πρόκειται να γίνει στο μέλλον («θα γράψω») 2. δηλώνει δυνητική διάθεση («θα έγραφα, αν είχα καιρό») 3. δηλώνει κάτι το πιθανό («κάτι θα τού έτυχε, γι* αυτό δεν ήρθε»). [ΕΤΥΜΟΛ. θα < θανά < θε να (με αφομοίωση)… …   Dictionary of Greek

  • κάποτε — (Μ κάποτε και ὁκάποτε και ὁκάποτες) (χρον. επίρρ.) 1. ορισμένη στιγμή στο παρελθόν, κάποια φορά, μια φορά («κάποτε πρέπει να είχαμε συναντηθεί») 2. (συν. διπλασιαζόμενο) καμιά φορά, πότε πότε («κάποτε κάποτε περνάει από εδώ») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»